- ὑψιτένων
- ὑψιτένωνwith high-strained sinewsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψιτένων — οντος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει ισχυρούς τένοντες στον τράχηλο και τον αυχένα («ὑψιτένων ταῡρος», Ψ Φωκυλ.) 2. μτφ. κομπορρήμων, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + τένων* (< τείνω)] … Dictionary of Greek
ὑψιτένοντας — ὑψιτένων with high strained sinews masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)